- μυκτηριασμός
- μυκτηριασμός, ὁ (Α)βλ. μυκτηρισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυκτηρισμός — ο (ΑΜ μυκτηρισμός, Α και μυκτηριασμός) [μυκτηρίζω] 1. εμπαιγμός, χλευασμός, σαρκασμός 2. πειρακτικός λόγος αρχ. 1. (στους ρήτορες) είδος ειρωνείας 2. αντικείμενο χλευασμού 3. απάτη, εξαπάτηση … Dictionary of Greek